ονοματολογία — η το σύνολο των όρων μιας επιστήμης ή τέχνης, αλλ. ορολογία: Ονοματολογία της ηλεκτρονικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
ονοματολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματολογία («ονοματολογικό σύστημα»). επίρρ... ονοματολογικώς και ά με ονοματολογικό τρόπο, από την άποψη τής ονοματολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
Onomastics — or onomatology is the study of proper names of all kinds and the origins of names. The words are from the Greek: ὀνομαστικός (onomastikos), of or belonging to naming [1][2] and ὀνοματολογία (onomatologia), from ὄνομα (ónoma) name .[3] Toponymy or … Wikipedia
-βία — (απόδοση στα Ελληνικά του νεολατινικού bia, που προέρχεται από τον ενικό θηλυκού ή τον πληθυντικό ουδετέρου του bius «αυτός που έχει έναν ειδικό (ή εξειδικευμένο τρόπο ζωής») επίθημα που χρησιμοποιείται στην ορολογία διαφόρων επιστημονικών κλάδων … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
-όλη — χημ. κατάληξη (< λατ. ole um), που σύμφωνα με τη συστηματική ονοματολογία υποδηλώνει την παρουσία μιας ή περισσότερων ομάδων αλκοολικού υδροξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, λ.χ. αιθαν όλη (αιθυλική αλκοόλη). Η ίδια κατάληξη απαντά συχνά … Dictionary of Greek
-όνη — χημ. επίθημα που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία τών χημικών ενώσεων και δηλώνει μία κετόνη (πρβλ. οιστρόνη, ακετόνη, πεντανόνη) … Dictionary of Greek
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek