ονοματολογία

ονοματολογία
η
1. το σύνολο τών όρων ενός επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου, ορολογία («ιατρική ονοματολογία»)
2. η διερεύνηση, διευκρίνηση και εξήγηση τών ονομασιών τών διαφόρων μερών ή τών τμημάτων που συγκροτούν ένα σύνολο (α. «ονοματολογία τού οπλοπολυβόλου» β. «ονοματολογία τών ιατρικών οργάνων»)
3. κλάδος τής γλωσσολογίας που ασχολείται με τη συλλογή, κατάταξη και ετυμολογική προέλευση προσωπωνυμίων και τοπωνυμίων.
4. γλωσσ. η επιστήμη που μελετά τα ονόματα και τις ονομασίες σε όλες τις χρήσεις τους
5. φρ. «επιστημονική ονοματολογία» — σύστημα ονοματοθεσίας και ονοματοποιίας που αφορά τους όρους διαφόρων επιστημονικών κλάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. onomatologie (< όνομα + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Κ. Ι. Ζαβίρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ονοματολογία — η το σύνολο των όρων μιας επιστήμης ή τέχνης, αλλ. ορολογία: Ονοματολογία της ηλεκτρονικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… …   Dictionary of Greek

  • ονοματολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματολογία («ονοματολογικό σύστημα»). επίρρ... ονοματολογικώς και ά με ονοματολογικό τρόπο, από την άποψη τής ονοματολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • Onomastics — or onomatology is the study of proper names of all kinds and the origins of names. The words are from the Greek: ὀνομαστικός (onomastikos), of or belonging to naming [1][2] and ὀνοματολογία (onomatologia), from ὄνομα (ónoma) name .[3] Toponymy or …   Wikipedia

  • -βία — (απόδοση στα Ελληνικά του νεολατινικού bia, που προέρχεται από τον ενικό θηλυκού ή τον πληθυντικό ουδετέρου του bius «αυτός που έχει έναν ειδικό (ή εξειδικευμένο τρόπο ζωής») επίθημα που χρησιμοποιείται στην ορολογία διαφόρων επιστημονικών κλάδων …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • -όλη — χημ. κατάληξη (< λατ. ole um), που σύμφωνα με τη συστηματική ονοματολογία υποδηλώνει την παρουσία μιας ή περισσότερων ομάδων αλκοολικού υδροξυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης, λ.χ. αιθαν όλη (αιθυλική αλκοόλη). Η ίδια κατάληξη απαντά συχνά …   Dictionary of Greek

  • -όνη — χημ. επίθημα που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία τών χημικών ενώσεων και δηλώνει μία κετόνη (πρβλ. οιστρόνη, ακετόνη, πεντανόνη) …   Dictionary of Greek

  • άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”